The Deep Conspiracy, Athens, Greece

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

ΠΡΑΣΙΝΟ ΜΕΛΑΝΙ - PABLO NERUDA

Πράσινο μελάνι

Το 1945 ο Νερούδα εξελέγη γερουσιαστής του Χιλιανού κομμουνιστικού κόμματος και έκτοτε κατάφερε να χωρέσει μέσα στη ζωή του έναν σταθερά γραφειοκρατικό ρόλο μαζί με τη δράση τού αληθινού αγωνιστή, του επαγγελματία ποιητή του ενός άνδρα που ζει με ένταση και πάθος τη ζωή του άνδρα.
Στο Μπουένος Αϊρες έμεινε κάτω από την προστασία του Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας (βραβείο Νομπέλ 1967: ο θρίαμβος της ισπανόφωνης λογοτεχνίας), που του «δάνεισε» το διαβατήριό του με το οποίο βρέθηκε στο Παρίσι, αυτή τη φορά κάτω από την προστασία του Πικάσο. Ο Νερούδα τόσο εξαιτίας των πολιτικών αναταράξεων όσο και εξαιτίας της ίδιας του της ποιητικής φύσης υπήρξε ανήσυχος κοσμογυριστής: ως εξόριστος, ως φυγάς, ως ταξιδιώτης, ως ένα είδος joker που εμφανίζεται όπου δεν τον περιμένουν, πήρε διαστάσεις μύθου. Όχι χωρίς αιτία: μέσα στο στρόβιλο των γεγονότων, κάθε καινούργια του ποιητική συλλογή έμοιαζε να υπερφαλαγγίζει την προηγούμενη κάθε επιρροή (του Γουίτμαν, του Ρουμπέν Νταρίο, των σουρεαλιστών) ξεθώριαζε μπροστά στους δικούς του στίχους: Ήμουν φυγάς των δικαστών / και στην κρυστάλλινη ώρα, μες στη γρηγοράδα / μοναχικών αστεριών / διέσχισα πόλεις, δάση / αγρούς / λιμάνια...
Σε ταξίδι του στο Μεξικό, ο Νερούδα ολοκλήρωσε το «Canto General» κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες: όταν απέδρασε από τη Χιλή (πάνω σε άλογο) είχε πάρει μαζί του το χειρόγραφο, αφήνοντας ένα αντίτυπο στα στελέχη του Χιλιανού κομμουνιστικού κόμματος το Χιλιανό Κ.Κ. εξέδωσε εκνόμως πέντε χιλιάδες αντίτυπα του «Canto General» που, μετά τη μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη, έγινε, κατά κάποιον τρόπο, ο καινούργιος ύμνος της Τρίτης Διεθνούς το «γενικό τραγούδι» του ισπανόφωνου κόσμου και του πλανήτη ολόκληρου.
Το 1956 είχε ήδη πίσω του ένα ογκώδες έργο που είχε συμπληρωθεί προσφάτως από το «Το αμπέλι και ο άνεμος» το οποίο έγραψε στο Κάπρι από τις «Στοιχειώδεις ωδές», τις «Καινούργιες στοιχειώδεις ωδές», καθώς και τον τρίτο τόμο των ωδών. Το όνομα και το έργο του αποτελούσαν μια συνισταμένη της ποίησης, και καθώς συνέχιζε να εκφράζει αμετανόητα τις πολιτικές του θέσεις (επισκέφτηκε την Κούβα και υποστήριξε τον Κάστρο την εποχή της κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων) έγινε στόχος των αντιπάλων του (της CIA, μεταξύ άλλων), αυτή τη φορά όχι με βίαια μέσα αλλά με την παλιά, δοκιμασμένη μέθοδο της λάσπης. Το 1964, ενώ έμοιαζε ότι το Νομπέλ τού ανήκε, το βραβείο απονεμήθηκε στον Σαρτρ (που δεν το δέχτηκε): ο Νερούδα είχε αποκτήσει τη φήμη του παλαιο-κομμουνιστή με παρωπίδες. Παρ όλ αυτά, το 1961, στην Αργεντινή, το βιβλίο του «Είκοσι ερωτικά ποιήματα» πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα η δημιουργία και η επιτυχία δεν επιβραδύνθηκαν ποτέ: το 1966, με επέμβαση του Αρθουρ Μίλερ, απέκτησε βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έκτοτε δεν έπαυε να επιστρέφει για πολλούς, η παρουσία του στη Νέα Υόρκη σήμαινε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. (Όχι για όλους: η κουβανική ηγεσία πήρε βαριά το ότι ο Νερούδα έγινε αποδεκτός από τους «Γιάνκηδες».)
Πέθανε δώδεκα μέρες μετά τη δολοφονία του Αλιέντε: από καρκίνο του προστάτη κι από απελπισία. Τα σπίτια του στο Βαλπαραϊσο και στο Σαντιάγο λεηλατήθηκαν έγιναν γυαλιά-καρφιά. Στη Χιλή η ποίησή του ήταν παράνομη μέχρι το 1990. Αν ξαναζήσω, έγραφε με πράσινο μελάνι («το χρώμα της ελπίδας») στα «Χέρια της μέρας», θα ζήσω με τον ίδιο τρόπο.
* (Εφημερίδα Ημερησία 18/8/2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...